- λαγγάδι
- τοβλ. λαγκάδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαγκάδι — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 51 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Στράτου. Μέχρι το 1971 ονομαζόταν Λαγκάδα Ράχης. 2.… … Dictionary of Greek